- οζαλεος
- ὀζαλέοςὀζᾰλέος3суковатый, узловатый
(ἥ βάκτρου καρηβαρίη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ βάκτρου καρηβαρίη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οζαλέος — ὀζαλέος, α, ον (Α) (για ξύλινη ράβδο) αυτός που έχει όζους, οζώδης, ροζιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζος (Ι) «ρόζος» + κατάλ. αλέος, ποιητ. τ. σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού ἀζαλέος ή τού τρηχαλέος] … Dictionary of Greek
ὀζαλέην — ὀζαλέος branching fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)